- γενάτος
- ο [γένι]αυτός που έχει γένια.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γενάτος — ο αυτός που έχει γένια, ο γενειοφόρος: Γνώρισα ένα ραβίνο γενάτο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)